αρθριτικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αρθριτικός • (arthritikós) m (feminine αρθριτική, neuter αρθριτικό)
- (medicine) arthritic
- (nominalised) an arthritic person
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αρθριτικός (arthritikós) | αρθριτική (arthritikí) | αρθριτικό (arthritikó) | αρθριτικοί (arthritikoí) | αρθριτικές (arthritikés) | αρθριτικά (arthritiká) | |
genitive | αρθριτικού (arthritikoú) | αρθριτικής (arthritikís) | αρθριτικού (arthritikoú) | αρθριτικών (arthritikón) | αρθριτικών (arthritikón) | αρθριτικών (arthritikón) | |
accusative | αρθριτικό (arthritikó) | αρθριτική (arthritikí) | αρθριτικό (arthritikó) | αρθριτικούς (arthritikoús) | αρθριτικές (arthritikés) | αρθριτικά (arthritiká) | |
vocative | αρθριτικέ (arthritiké) | αρθριτική (arthritikí) | αρθριτικό (arthritikó) | αρθριτικοί (arthritikoí) | αρθριτικές (arthritikés) | αρθριτικά (arthritiká) |
Related terms
[edit]- see: άρθρο n (árthro, “limb, article”)
Further reading
[edit]- αρθριτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language