Jump to content

αρθριτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αρθριτικός (arthritikósm (feminine αρθριτική, neuter αρθριτικό)

  1. (medicine) arthritic
  2. (nominalised) an arthritic person

Declension

[edit]
Declension of αρθριτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρθριτικός (arthritikós) αρθριτική (arthritikí) αρθριτικό (arthritikó) αρθριτικοί (arthritikoí) αρθριτικές (arthritikés) αρθριτικά (arthritiká)
genitive αρθριτικού (arthritikoú) αρθριτικής (arthritikís) αρθριτικού (arthritikoú) αρθριτικών (arthritikón) αρθριτικών (arthritikón) αρθριτικών (arthritikón)
accusative αρθριτικό (arthritikó) αρθριτική (arthritikí) αρθριτικό (arthritikó) αρθριτικούς (arthritikoús) αρθριτικές (arthritikés) αρθριτικά (arthritiká)
vocative αρθριτικέ (arthritiké) αρθριτική (arthritikí) αρθριτικό (arthritikó) αρθριτικοί (arthritikoí) αρθριτικές (arthritikés) αρθριτικά (arthritiká)
[edit]

Further reading

[edit]