αρειανοί
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αρειανοί • (areianoí)
- nominative/vocative masculine plural of αρειανός (areianós)
Noun
[edit]αρειανοί • (areianoí) m
- nominative/accusative/vocative plural of αρειανός (areianós)
αρειανοί • (areianoí)
αρειανοί • (areianoí) m