αρειανός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology 1

[edit]

From Ancient Greek Άρης (Árēs, Mars)

Adjective

[edit]

αρειανός (areianósm (feminine αρειανή, neuter αρειανό)

  1. (astronomy) Martian (relating to Mars)
    Synonym: άρειος (áreios)
    Coordinate term: (the Roman god Mars) Μαρς (Mars)
Declension
[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρειανός (areianós) αρειανή (areianí) αρειανό (areianó) αρειανοί (areianoí) αρειανές (areianés) αρειανά (areianá)
genitive αρειανού (areianoú) αρειανής (areianís) αρειανού (areianoú) αρειανών (areianón) αρειανών (areianón) αρειανών (areianón)
accusative αρειανό (areianó) αρειανή (areianí) αρειανό (areianó) αρειανούς (areianoús) αρειανές (areianés) αρειανά (areianá)
vocative αρειανέ (areiané) αρειανή (areianí) αρειανό (areianó) αρειανοί (areianoí) αρειανές (areianés) αρειανά (areianá)
[edit]

Noun

[edit]

αρειανός (areianósm (plural αρειανοί)

  1. (fiction) Martian (being from Mars)
Declension
[edit]
singular plural
nominative αρειανός (areianós) αρειανοί (areianoí)
genitive αρειανού (areianoú) αρειανών (areianón)
accusative αρειανό (areianó) αρειανούς (areianoús)
vocative αρειανέ (areiané) αρειανοί (areianoí)

Further reading

[edit]

Etymology 2

[edit]

From Ancient Greek Άρειος (Áreios, Arius)

Noun

[edit]

αρειανός (areianósm (plural αρειανοί)

  1. (religion) Arian, a follower of Arius
Declension
[edit]
see above

Further reading

[edit]