αρειανός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology 1
[edit]From Ancient Greek Άρης (Árēs, “Mars”)
Adjective
[edit]αρειανός • (areianós) m (feminine αρειανή, neuter αρειανό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αρειανός (areianós) | αρειανή (areianí) | αρειανό (areianó) | αρειανοί (areianoí) | αρειανές (areianés) | αρειανά (areianá) | |
genitive | αρειανού (areianoú) | αρειανής (areianís) | αρειανού (areianoú) | αρειανών (areianón) | αρειανών (areianón) | αρειανών (areianón) | |
accusative | αρειανό (areianó) | αρειανή (areianí) | αρειανό (areianó) | αρειανούς (areianoús) | αρειανές (areianés) | αρειανά (areianá) | |
vocative | αρειανέ (areiané) | αρειανή (areianí) | αρειανό (areianó) | αρειανοί (areianoí) | αρειανές (areianés) | αρειανά (areianá) |
Related terms
[edit]- αρειμάνιος (areimánios, “bellicose”, adjective)
- άρειος (áreios, “Martian”, adjective)
Noun
[edit]αρειανός • (areianós) m (plural αρειανοί)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρειανός (areianós) | αρειανοί (areianoí) |
genitive | αρειανού (areianoú) | αρειανών (areianón) |
accusative | αρειανό (areianó) | αρειανούς (areianoús) |
vocative | αρειανέ (areiané) | αρειανοί (areianoí) |
Further reading
[edit]- Άρης (πλανήτης) on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αρειανός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
Etymology 2
[edit]From Ancient Greek Άρειος (Áreios, “Arius”)
Noun
[edit]αρειανός • (areianós) m (plural αρειανοί)
Declension
[edit]- see above
Further reading
[edit]- αρειανός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αρειανός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language