Jump to content

αρδευτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αρδευτικός (ardeftikósm (feminine αρδευτική, neuter αρδευτικό)

  1. irrigation

Declension

[edit]
Declension of αρδευτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρδευτικός (ardeftikós) αρδευτική (ardeftikí) αρδευτικό (ardeftikó) αρδευτικοί (ardeftikoí) αρδευτικές (ardeftikés) αρδευτικά (ardeftiká)
genitive αρδευτικού (ardeftikoú) αρδευτικής (ardeftikís) αρδευτικού (ardeftikoú) αρδευτικών (ardeftikón) αρδευτικών (ardeftikón) αρδευτικών (ardeftikón)
accusative αρδευτικό (ardeftikó) αρδευτική (ardeftikí) αρδευτικό (ardeftikó) αρδευτικούς (ardeftikoús) αρδευτικές (ardeftikés) αρδευτικά (ardeftiká)
vocative αρδευτικέ (ardeftiké) αρδευτική (ardeftikí) αρδευτικό (ardeftikó) αρδευτικοί (ardeftikoí) αρδευτικές (ardeftikés) αρδευτικά (ardeftiká)
[edit]

Further reading

[edit]