Jump to content

αργόμισθος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αργόμισθος (argómisthosm (feminine αργόμισθη, neuter αργόμισθο)

  1. sinecurist

Declension

[edit]
Declension of αργόμισθος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αργόμισθος (argómisthos) αργόμισθη (argómisthi) αργόμισθο (argómistho) αργόμισθοι (argómisthoi) αργόμισθες (argómisthes) αργόμισθα (argómistha)
genitive αργόμισθου (argómisthou) αργόμισθης (argómisthis) αργόμισθου (argómisthou) αργόμισθων (argómisthon) αργόμισθων (argómisthon) αργόμισθων (argómisthon)
accusative αργόμισθο (argómistho) αργόμισθη (argómisthi) αργόμισθο (argómistho) αργόμισθους (argómisthous) αργόμισθες (argómisthes) αργόμισθα (argómistha)
vocative αργόμισθε (argómisthe) αργόμισθη (argómisthi) αργόμισθο (argómistho) αργόμισθοι (argómisthoi) αργόμισθες (argómisthes) αργόμισθα (argómistha)
[edit]

Further reading

[edit]