Jump to content

αργυροχοείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aɾ.ʝi.ɾo.xoˈi.o/
  • Hyphenation: αρ‧γυ‧ρο‧χο‧εί‧ο

Noun

[edit]

αργυροχοείο (argyrochoeíon (plural αργυροχοεία)

  1. silversmith's [1]

Declension

[edit]
Declension of αργυροχοείο
singular plural
nominative αργυροχοείο (argyrochoeío) αργυροχοεία (argyrochoeía)
genitive αργυροχοείου (argyrochoeíou) αργυροχοείων (argyrochoeíon)
accusative αργυροχοείο (argyrochoeío) αργυροχοεία (argyrochoeía)
vocative αργυροχοείο (argyrochoeío) αργυροχοεία (argyrochoeía)
[edit]

See also

[edit]

References

[edit]
  1. ^ s.v. αργυροχοΐα - αργυροχοείο - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: [] [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.