αργυροχοείο
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αργυροχοείο • (argyrochoeío) n (plural αργυροχοεία)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αργυροχοείο (argyrochoeío) | αργυροχοεία (argyrochoeía) |
genitive | αργυροχοείου (argyrochoeíou) | αργυροχοείων (argyrochoeíon) |
accusative | αργυροχοείο (argyrochoeío) | αργυροχοεία (argyrochoeía) |
vocative | αργυροχοείο (argyrochoeío) | αργυροχοεία (argyrochoeía) |
Related terms
[edit]- αργυροχοΐα f (argyrochoḯa, “silversmithing”)
- αργυροχόος m (argyrochóos, “silversmith”)
- and see: άργυρος m (árgyros, “silver”)
See also
[edit]- χρυσοχοείο n (chrysochoeío, “goldsmith's”) (more common)
References
[edit]- ^ s.v. αργυροχοΐα - αργυροχοείο - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: […] [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.