Jump to content

αργοναυτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αργοναυτικός (argonaftikósm (feminine αργοναυτική, neuter αργοναυτικό)

  1. argonautic

Declension

[edit]
Declension of αργοναυτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αργοναυτικός (argonaftikós) αργοναυτική (argonaftikí) αργοναυτικό (argonaftikó) αργοναυτικοί (argonaftikoí) αργοναυτικές (argonaftikés) αργοναυτικά (argonaftiká)
genitive αργοναυτικού (argonaftikoú) αργοναυτικής (argonaftikís) αργοναυτικού (argonaftikoú) αργοναυτικών (argonaftikón) αργοναυτικών (argonaftikón) αργοναυτικών (argonaftikón)
accusative αργοναυτικό (argonaftikó) αργοναυτική (argonaftikí) αργοναυτικό (argonaftikó) αργοναυτικούς (argonaftikoús) αργοναυτικές (argonaftikés) αργοναυτικά (argonaftiká)
vocative αργοναυτικέ (argonaftiké) αργοναυτική (argonaftikí) αργοναυτικό (argonaftikó) αργοναυτικοί (argonaftikoí) αργοναυτικές (argonaftikés) αργοναυτικά (argonaftiká)
[edit]

Further reading

[edit]