Jump to content

αργιλόχωμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aɾ.ʝiˈlo.xo.ma/
  • Hyphenation: αρ‧γι‧λό‧χω‧μα

Noun

[edit]

αργιλόχωμα (argilóchoman (plural αργιλοχώματα)

  1. clay soil

Declension

[edit]
Declension of αργιλόχωμα
singular plural
nominative αργιλόχωμα (argilóchoma) αργιλοχώματα (argilochómata)
genitive αργιλοχώματος (argilochómatos) αργιλοχωμάτων (argilochomáton)
accusative αργιλόχωμα (argilóchoma) αργιλοχώματα (argilochómata)
vocative αργιλόχωμα (argilóchoma) αργιλοχώματα (argilochómata)
[edit]

Further reading

[edit]