Jump to content

αργιλούχος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αργιλούχος (argiloúchosm (feminine αργιλούχα or αργιλούχο)

  1. (geoplogy) clay bearing, containing clay
    αργιλούχα πετρώματαargiloúcha petrómataclay bearing rock

Declension

[edit]
Declension of αργιλούχος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αργιλούχος (argiloúchos) αργιλούχος (argiloúchos)
αργιλούχα (argiloúcha)
αργιλούχο (argiloúcho) αργιλούχοι (argiloúchoi) αργιλούχοι (argiloúchoi)
αργιλούχες (argiloúches)
αργιλούχα (argiloúcha)
genitive αργιλούχου (argiloúchou) αργιλούχου (argiloúchou)
αργιλούχας (argiloúchas)
αργιλούχου (argiloúchou) αργιλούχων (argiloúchon) αργιλούχων (argiloúchon) αργιλούχων (argiloúchon)
accusative αργιλούχο (argiloúcho) αργιλούχο (argiloúcho)
αργιλούχα (argiloúcha)
αργιλούχο (argiloúcho) αργιλούχους (argiloúchous) αργιλούχους (argiloúchous)
αργιλούχες (argiloúches)
αργιλούχα (argiloúcha)
vocative αργιλούχε (argiloúche) αργιλούχε (argiloúche)
αργιλούχα (argiloúcha)
αργιλούχο (argiloúcho) αργιλούχοι (argiloúchoi) αργιλούχοι (argiloúchoi)
αργιλούχες (argiloúches)
αργιλούχα (argiloúcha)
[edit]

Further reading

[edit]