αργιλικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αργιλικός • (argilikós) m (feminine αργιλική, neuter αργιλικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αργιλικός (argilikós) | αργιλική (argilikí) | αργιλικό (argilikó) | αργιλικοί (argilikoí) | αργιλικές (argilikés) | αργιλικά (argiliká) | |
genitive | αργιλικού (argilikoú) | αργιλικής (argilikís) | αργιλικού (argilikoú) | αργιλικών (argilikón) | αργιλικών (argilikón) | αργιλικών (argilikón) | |
accusative | αργιλικό (argilikó) | αργιλική (argilikí) | αργιλικό (argilikó) | αργιλικούς (argilikoús) | αργιλικές (argilikés) | αργιλικά (argiliká) | |
vocative | αργιλικέ (argiliké) | αργιλική (argilikí) | αργιλικό (argilikó) | αργιλικοί (argilikoí) | αργιλικές (argilikés) | αργιλικά (argiliká) |
Related terms
[edit]- αργιλικό άλας m (argilikó álas, “aluminate”)
Further reading
[edit]- αργιλικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language