Jump to content

αργεντινός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αργεντινός (argentinósm (feminine αργεντινή, neuter αργεντινό)

  1. Argentinian (relating to Argentina or its people or language)

Declension

[edit]
Declension of αργεντινός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αργεντινός (argentinós) αργεντινή (argentiní) αργεντινό (argentinó) αργεντινοί (argentinoí) αργεντινές (argentinés) αργεντινά (argentiná)
genitive αργεντινού (argentinoú) αργεντινής (argentinís) αργεντινού (argentinoú) αργεντινών (argentinón) αργεντινών (argentinón) αργεντινών (argentinón)
accusative αργεντινό (argentinó) αργεντινή (argentiní) αργεντινό (argentinó) αργεντινούς (argentinoús) αργεντινές (argentinés) αργεντινά (argentiná)
vocative αργεντινέ (argentiné) αργεντινή (argentiní) αργεντινό (argentinó) αργεντινοί (argentinoí) αργεντινές (argentinés) αργεντινά (argentiná)

Synonyms

[edit]
[edit]