Jump to content

αραχνοειδής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αραχνοειδής (arachnoeidísm (feminine αραχνοειδής, neuter αραχνοειδές)

  1. spidery, webby

Declension

[edit]
Declension of αραχνοειδής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αραχνοειδής (arachnoeidís) αραχνοειδής (arachnoeidís) αραχνοειδές (arachnoeidés) αραχνοειδείς (arachnoeideís) αραχνοειδείς (arachnoeideís) αραχνοειδή (arachnoeidí)
genitive αραχνοειδούς (arachnoeidoús)
αραχνοειδή (arachnoeidí)
αραχνοειδούς (arachnoeidoús) αραχνοειδούς (arachnoeidoús) αραχνοειδών (arachnoeidón) αραχνοειδών (arachnoeidón) αραχνοειδών (arachnoeidón)
accusative αραχνοειδή (arachnoeidí) αραχνοειδή (arachnoeidí) αραχνοειδές (arachnoeidés) αραχνοειδείς (arachnoeideís) αραχνοειδείς (arachnoeideís) αραχνοειδή (arachnoeidí)
vocative αραχνοειδή (arachnoeidí)
αραχνοειδής (arachnoeidís)
αραχνοειδής (arachnoeidís) αραχνοειδές (arachnoeidés) αραχνοειδείς (arachnoeideís) αραχνοειδείς (arachnoeideís) αραχνοειδή (arachnoeidí)
[edit]

Further reading

[edit]