Jump to content

αραιότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αραιότητα (araiótitaf (plural αραιότητες)

  1. sparseness, infrequency, thinness
    Antonym: πυκνότητα (pyknótita)

Declension

[edit]
Declension of αραιότητα
singular plural
nominative αραιότητα (araiótita) αραιότητες (araiótites)
genitive αραιότητας (araiótitas) αραιοτήτων (araiotíton)
accusative αραιότητα (araiótita) αραιότητες (araiótites)
vocative αραιότητα (araiótita) αραιότητες (araiótites)
[edit]

Further reading

[edit]