αραβόφωνος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αραβόφωνος • (aravófonos) m (feminine αραβόφωνη, neuter αραβόφωνο)
Declension
[edit]Declension of αραβόφωνος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αραβόφωνος • | αραβόφωνη • | αραβόφωνο • | αραβόφωνοι • | αραβόφωνες • | αραβόφωνα • |
genitive | αραβόφωνου • | αραβόφωνης • | αραβόφωνου • | αραβόφωνων • | αραβόφωνων • | αραβόφωνων • |
accusative | αραβόφωνο • | αραβόφωνη • | αραβόφωνο • | αραβόφωνους • | αραβόφωνες • | αραβόφωνα • |
vocative | αραβόφωνε • | αραβόφωνη • | αραβόφωνο • | αραβόφωνοι • | αραβόφωνες • | αραβόφωνα • |
Related terms
[edit]- see: Αραβία f (Aravía, “Arabia”)
Further reading
[edit]- αραβόφωνος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language