Jump to content

αραίωμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αραίωμα (araíoman (plural αραιώματα)

  1. thinning out, dilution, watering
    Synonym: αραίωση (araíosi)

Declension

[edit]
Declension of αραίωμα
singular plural
nominative αραίωμα (araíoma) αραιώματα (araiómata)
genitive αραιώματος (araiómatos) αραιωμάτων (araiomáton)
accusative αραίωμα (araíoma) αραιώματα (araiómata)
vocative αραίωμα (araíoma) αραιώματα (araiómata)
[edit]

Further reading

[edit]