Jump to content

αρίδι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρίδι (arídin (plural αρίδια)

  1. diminutive of αρίδα (arída)

Declension

[edit]
Declension of αρίδι
singular plural
nominative αρίδι (arídi) αρίδια (arídia)
genitive αριδιού (aridioú) αριδιών (aridión)
accusative αρίδι (arídi) αρίδια (arídia)
vocative αρίδι (arídi) αρίδια (arídia)

Further reading

[edit]