αρίδι
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αρίδι • (arídi) n (plural αρίδια)
- diminutive of αρίδα (arída)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρίδι (arídi) | αρίδια (arídia) |
genitive | αριδιού (aridioú) | αριδιών (aridión) |
accusative | αρίδι (arídi) | αρίδια (arídia) |
vocative | αρίδι (arídi) | αρίδια (arídia) |
Further reading
[edit]- αρίδι, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language