Jump to content

αρίγωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αρίγωτος (arígotosm (feminine αρίγωτη, neuter αρίγωτο)

  1. unlined, unruled (paper, &c)
    Antonym: ριγωτός (rigotós)

Declension

[edit]
Declension of αρίγωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρίγωτος (arígotos) αρίγωτη (arígoti) αρίγωτο (arígoto) αρίγωτοι (arígotoi) αρίγωτες (arígotes) αρίγωτα (arígota)
genitive αρίγωτου (arígotou) αρίγωτης (arígotis) αρίγωτου (arígotou) αρίγωτων (arígoton) αρίγωτων (arígoton) αρίγωτων (arígoton)
accusative αρίγωτο (arígoto) αρίγωτη (arígoti) αρίγωτο (arígoto) αρίγωτους (arígotous) αρίγωτες (arígotes) αρίγωτα (arígota)
vocative αρίγωτε (arígote) αρίγωτη (arígoti) αρίγωτο (arígoto) αρίγωτοι (arígotoi) αρίγωτες (arígotes) αρίγωτα (arígota)

Further reading

[edit]