Jump to content

αράπισσα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αράπισσα (arápissaf (plural αράπισσες, masculine αράπης)

  1. (offensive) female nigger
    Synonym: αραπίνα (arapína)

Declension

[edit]
Declension of αράπισσα
singular plural
nominative αράπισσα (arápissa) αράπισσες (arápisses)
genitive αράπισσας (arápissas) αραπισσών (arapissón)
accusative αράπισσα (arápissa) αράπισσες (arápisses)
vocative αράπισσα (arápissa) αράπισσες (arápisses)