Jump to content

αράπικος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αράπικος (arápikosm (feminine αράπικη, neuter αράπικο)

  1. (offensive) Arab, negro

Declension

[edit]
Declension of αράπικος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αράπικος (arápikos) αράπικη (arápiki) αράπικο (arápiko) αράπικοι (arápikoi) αράπικες (arápikes) αράπικα (arápika)
genitive αράπικου (arápikou) αράπικης (arápikis) αράπικου (arápikou) αράπικων (arápikon) αράπικων (arápikon) αράπικων (arápikon)
accusative αράπικο (arápiko) αράπικη (arápiki) αράπικο (arápiko) αράπικους (arápikous) αράπικες (arápikes) αράπικα (arápika)
vocative αράπικε (arápike) αράπικη (arápiki) αράπικο (arápiko) αράπικοι (arápikoi) αράπικες (arápikes) αράπικα (arápika)

Further reading

[edit]