αράπικος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αράπικος • (arápikos) m (feminine αράπικη, neuter αράπικο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αράπικος (arápikos) | αράπικη (arápiki) | αράπικο (arápiko) | αράπικοι (arápikoi) | αράπικες (arápikes) | αράπικα (arápika) | |
genitive | αράπικου (arápikou) | αράπικης (arápikis) | αράπικου (arápikou) | αράπικων (arápikon) | αράπικων (arápikon) | αράπικων (arápikon) | |
accusative | αράπικο (arápiko) | αράπικη (arápiki) | αράπικο (arápiko) | αράπικους (arápikous) | αράπικες (arápikes) | αράπικα (arápika) | |
vocative | αράπικε (arápike) | αράπικη (arápiki) | αράπικο (arápiko) | αράπικοι (arápikoi) | αράπικες (arápikes) | αράπικα (arápika) |
Further reading
[edit]- αράπικος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language