αράδιασμα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αράδιασμα • (arádiasma) n (plural αραδιάσματα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αράδιασμα (arádiasma) | αραδιάσματα (aradiásmata) |
genitive | αραδιάσματος (aradiásmatos) | αραδιασμάτων (aradiasmáton) |
accusative | αράδιασμα (arádiasma) | αραδιάσματα (aradiásmata) |
vocative | αράδιασμα (arádiasma) | αραδιάσματα (aradiásmata) |
Related terms
[edit]- see: αραδιάζω (aradiázo, “to queue, to place in rows”)
Further reading
[edit]- αράδιασμα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language