Jump to content

αράδιασμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αράδιασμα (arádiasman (plural αραδιάσματα)

  1. lining up, arranging in rows
  2. marshalling, heaping up

Declension

[edit]
singular plural
nominative αράδιασμα (arádiasma) αραδιάσματα (aradiásmata)
genitive αραδιάσματος (aradiásmatos) αραδιασμάτων (aradiasmáton)
accusative αράδιασμα (arádiasma) αραδιάσματα (aradiásmata)
vocative αράδιασμα (arádiasma) αραδιάσματα (aradiásmata)
[edit]

Further reading

[edit]