Jump to content

απώτερος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απώτερος (apóterosm (feminine απώτερη, neuter απώτερο)

  1. farther, ulterior, remoter

Declension

[edit]
Declension of απώτερος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απώτερος (apóteros) απώτερη (apóteri) απώτερο (apótero) απώτεροι (apóteroi) απώτερες (apóteres) απώτερα (apótera)
genitive απώτερου (apóterou) απώτερης (apóteris) απώτερου (apóterou) απώτερων (apóteron) απώτερων (apóteron) απώτερων (apóteron)
accusative απώτερο (apótero) απώτερη (apóteri) απώτερο (apótero) απώτερους (apóterous) απώτερες (apóteres) απώτερα (apótera)
vocative απώτερε (apótere) απώτερη (apóteri) απώτερο (apótero) απώτεροι (apóteroi) απώτερες (apóteres) απώτερα (apótera)
[edit]

Further reading

[edit]