Jump to content

απύρηνος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απύρηνος (apýrinosm (feminine απύρηνη, neuter απύρηνο)

  1. (botany) (of fruit, etc) without seed, stone, etc
  2. (biology) (of a cell) anucleate (without a nucleus)

Declension

[edit]
Declension of απύρηνος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απύρηνος (apýrinos) απύρηνη (apýrini) απύρηνο (apýrino) απύρηνοι (apýrinoi) απύρηνες (apýrines) απύρηνα (apýrina)
genitive απύρηνου (apýrinou) απύρηνης (apýrinis) απύρηνου (apýrinou) απύρηνων (apýrinon) απύρηνων (apýrinon) απύρηνων (apýrinon)
accusative απύρηνο (apýrino) απύρηνη (apýrini) απύρηνο (apýrino) απύρηνους (apýrinous) απύρηνες (apýrines) απύρηνα (apýrina)
vocative απύρηνε (apýrine) απύρηνη (apýrini) απύρηνο (apýrino) απύρηνοι (apýrinoi) απύρηνες (apýrines) απύρηνα (apýrina)
[edit]

Further reading

[edit]