Jump to content

απόχτημα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απόχτημα (apóchtiman (plural αποχτήματα)

  1. Alternative form of απόκτημα (apóktima)

Declension

[edit]
Declension of απόχτημα
singular plural
nominative απόχτημα (apóchtima) αποχτήματα (apochtímata)
genitive αποχτήματος (apochtímatos) αποχτημάτων (apochtimáton)
accusative απόχτημα (apóchtima) αποχτήματα (apochtímata)
vocative απόχτημα (apóchtima) αποχτήματα (apochtímata)
[edit]