Jump to content

απόφανση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απόφανση (apófansif (plural αποφάνσεις)

  1. assertion
  2. (law) court judgement

Declension

[edit]
Declension of απόφανση
singular plural
nominative απόφανση (apófansi) αποφάνσεις (apofánseis)
genitive απόφανσης (apófansis) αποφάνσεων (apofánseon)
accusative απόφανση (apófansi) αποφάνσεις (apofánseis)
vocative απόφανση (apófansi) αποφάνσεις (apofánseis)

Older or formal genitive singular: αποφάνσεως (apofánseos)

Further reading

[edit]