Jump to content

απόστημα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απόστημα (apóstiman (plural αποστήματα)

  1. (medicine) abscess
  2. (mathematics) apothem

Declension

[edit]
Declension of απόστημα
singular plural
nominative απόστημα (apóstima) αποστήματα (apostímata)
genitive αποστήματος (apostímatos) αποστημάτων (apostimáton)
accusative απόστημα (apóstima) αποστήματα (apostímata)
vocative απόστημα (apóstima) αποστήματα (apostímata)