Jump to content

απόσκεπος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απόσκεπος (apóskeposm (feminine απόσκεπη, neuter απόσκεπο)

  1. covered, protected
    Synonym: σκεπαστός (skepastós)

Declension

[edit]
Declension of απόσκεπος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απόσκεπος (apóskepos) απόσκεπη (apóskepi) απόσκεπο (apóskepo) απόσκεποι (apóskepoi) απόσκεπες (apóskepes) απόσκεπα (apóskepa)
genitive απόσκεπου (apóskepou) απόσκεπης (apóskepis) απόσκεπου (apóskepou) απόσκεπων (apóskepon) απόσκεπων (apóskepon) απόσκεπων (apóskepon)
accusative απόσκεπο (apóskepo) απόσκεπη (apóskepi) απόσκεπο (apóskepo) απόσκεπους (apóskepous) απόσκεπες (apóskepes) απόσκεπα (apóskepa)
vocative απόσκεπε (apóskepe) απόσκεπη (apóskepi) απόσκεπο (apóskepo) απόσκεποι (apóskepoi) απόσκεπες (apóskepes) απόσκεπα (apóskepa)
[edit]