απόρριμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]απόρριμα • (apórrima) n (plural απορρίματα)
- Alternative form of απόρριμμα (apórrimma)
Declension
[edit]Declension of απόρριμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απόρριμα • | απορρίματα • |
genitive | απορρίματος • | απορριμάτων • |
accusative | απόρριμα • | απορρίματα • |
vocative | απόρριμα • | απορρίματα • |