απόπτυσμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]απόπτυσμα • (apóptysma) n (plural αποπτύσματα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απόπτυσμα (apóptysma) | αποπτύσματα (apoptýsmata) |
genitive | αποπτύσματος (apoptýsmatos) | αποπτυσμάτων (apoptysmáton) |
accusative | απόπτυσμα (apóptysma) | αποπτύσματα (apoptýsmata) |
vocative | απόπτυσμα (apóptysma) | αποπτύσματα (apoptýsmata) |
Related terms
[edit]- see: αποπτύω (apoptýo, “to spit”)