απόπτυσμα

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απόπτυσμα (apóptysman (plural αποπτύσματα)

  1. spit, phlegm, expectoration

Declension

[edit]
singular plural
nominative απόπτυσμα (apóptysma) αποπτύσματα (apoptýsmata)
genitive αποπτύσματος (apoptýsmatos) αποπτυσμάτων (apoptysmáton)
accusative απόπτυσμα (apóptysma) αποπτύσματα (apoptýsmata)
vocative απόπτυσμα (apóptysma) αποπτύσματα (apoptýsmata)
[edit]