Jump to content

απόπλυμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απόπλυμα (apóplyman (plural αποπλύματα)

  1. rinsings, dishwater
  2. pigswill, hogwash

Declension

[edit]
Declension of απόπλυμα
singular plural
nominative απόπλυμα (apóplyma) αποπλύματα (apoplýmata)
genitive αποπλύματος (apoplýmatos) αποπλυμάτων (apoplymáton)
accusative απόπλυμα (apóplyma) αποπλύματα (apoplýmata)
vocative απόπλυμα (apóplyma) αποπλύματα (apoplýmata)
[edit]