απόξεσμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]απόξεσμα • (apóxesma) n (plural αποξέσματα)
- scrapings (material removed by scraping)
Declension
[edit]Declension of απόξεσμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απόξεσμα • | αποξέσματα • |
genitive | αποξέσματος • | αποξεσμάτων • |
accusative | απόξεσμα • | αποξέσματα • |
vocative | απόξεσμα • | αποξέσματα • |
Related terms
[edit]- see: αποξέω (apoxéo, “to abrade, to scrape”)
Further reading
[edit]- απόξεσμα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language