απόμπευτος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απόμπευτος (apómpeftosm (feminine απόμπευτη, neuter απόμπευτο)

  1. has not been ridiculed or pilloried

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απόμπευτος (apómpeftos) απόμπευτη (apómpefti) απόμπευτο (apómpefto) απόμπευτοι (apómpeftoi) απόμπευτες (apómpeftes) απόμπευτα (apómpefta)
genitive απόμπευτου (apómpeftou) απόμπευτης (apómpeftis) απόμπευτου (apómpeftou) απόμπευτων (apómpefton) απόμπευτων (apómpefton) απόμπευτων (apómpefton)
accusative απόμπευτο (apómpefto) απόμπευτη (apómpefti) απόμπευτο (apómpefto) απόμπευτους (apómpeftous) απόμπευτες (apómpeftes) απόμπευτα (apómpefta)
vocative απόμπευτε (apómpefte) απόμπευτη (apómpefti) απόμπευτο (apómpefto) απόμπευτοι (apómpeftoi) απόμπευτες (apómpeftes) απόμπευτα (apómpefta)
[edit]

Further reading

[edit]