Jump to content

απόλεμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απόλεμος (apólemosm (feminine απόλεμη, neuter απόλεμο)

  1. unblooded, untried in battle

Declension

[edit]
Declension of απόλεμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απόλεμος (apólemos) απόλεμη (apólemi) απόλεμο (apólemo) απόλεμοι (apólemoi) απόλεμες (apólemes) απόλεμα (apólema)
genitive απόλεμου (apólemou) απόλεμης (apólemis) απόλεμου (apólemou) απόλεμων (apólemon) απόλεμων (apólemon) απόλεμων (apólemon)
accusative απόλεμο (apólemo) απόλεμη (apólemi) απόλεμο (apólemo) απόλεμους (apólemous) απόλεμες (apólemes) απόλεμα (apólema)
vocative απόλεμε (apóleme) απόλεμη (apólemi) απόλεμο (apólemo) απόλεμοι (apólemoi) απόλεμες (apólemes) απόλεμα (apólema)
[edit]