απόκοσμος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απόκοσμος (apókosmosm (feminine απόκοσμη, neuter απόκοσμο)

  1. uncanny, weird, unearthly, eerie
    Synonym: αλλόκοτος (allókotos)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απόκοσμος (apókosmos) απόκοσμη (apókosmi) απόκοσμο (apókosmo) απόκοσμοι (apókosmoi) απόκοσμες (apókosmes) απόκοσμα (apókosma)
genitive απόκοσμου (apókosmou) απόκοσμης (apókosmis) απόκοσμου (apókosmou) απόκοσμων (apókosmon) απόκοσμων (apókosmon) απόκοσμων (apókosmon)
accusative απόκοσμο (apókosmo) απόκοσμη (apókosmi) απόκοσμο (apókosmo) απόκοσμους (apókosmous) απόκοσμες (apókosmes) απόκοσμα (apókosma)
vocative απόκοσμε (apókosme) απόκοσμη (apókosmi) απόκοσμο (apókosmo) απόκοσμοι (apókosmoi) απόκοσμες (apókosmes) απόκοσμα (apókosma)