Jump to content

απόκληρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απόκληρος (apóklirosm (feminine απόκληρη, neuter απόκληρο)

  1. disinherited
  2. (substantively) disinherited

Declension

[edit]
Declension of απόκληρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απόκληρος (apókliros) απόκληρη (apókliri) απόκληρο (apókliro) απόκληροι (apókliroi) απόκληρες (apóklires) απόκληρα (apóklira)
genitive απόκληρου (apóklirou) απόκληρης (apókliris) απόκληρου (apóklirou) απόκληρων (apókliron) απόκληρων (apókliron) απόκληρων (apókliron)
accusative απόκληρο (apókliro) απόκληρη (apókliri) απόκληρο (apókliro) απόκληρους (apóklirous) απόκληρες (apóklires) απόκληρα (apóklira)
vocative απόκληρε (apóklire) απόκληρη (apókliri) απόκληρο (apókliro) απόκληροι (apókliroi) απόκληρες (apóklires) απόκληρα (apóklira)
[edit]