απόκληρος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]απόκληρος • (apókliros) m (feminine απόκληρη, neuter απόκληρο)
- disinherited
- (substantively) disinherited
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απόκληρος (apókliros) | απόκληρη (apókliri) | απόκληρο (apókliro) | απόκληροι (apókliroi) | απόκληρες (apóklires) | απόκληρα (apóklira) | |
genitive | απόκληρου (apóklirou) | απόκληρης (apókliris) | απόκληρου (apóklirou) | απόκληρων (apókliron) | απόκληρων (apókliron) | απόκληρων (apókliron) | |
accusative | απόκληρο (apókliro) | απόκληρη (apókliri) | απόκληρο (apókliro) | απόκληρους (apóklirous) | απόκληρες (apóklires) | απόκληρα (apóklira) | |
vocative | απόκληρε (apóklire) | απόκληρη (apókliri) | απόκληρο (apókliro) | απόκληροι (apókliroi) | απόκληρες (apóklires) | απόκληρα (apóklira) |
Related terms
[edit]- see: αποκληρώνω (apokliróno, “I disinherit”)