απόγειος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]απόγειος • (apógeios) m (feminine απόγεια, neuter απόγειο)
- (meteorology) describing a land breeze
Declension
[edit]Declension of απόγειος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απόγειος • | απόγεια • | απόγειο • | απόγειοι • | απόγειες • | απόγεια • |
genitive | απόγειου • | απόγειας • | απόγειου • | απόγειων • | απόγειων • | απόγειων • |
accusative | απόγειο • | απόγεια • | απόγειο • | απόγειους • | απόγειες • | απόγεια • |
vocative | απόγειε • | απόγεια • | απόγειο • | απόγειοι • | απόγειες • | απόγεια • |
Related terms
[edit]- απόγειο n (apógeio, “land breeze, apogee”)