Jump to content

απόβρασμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απόβρασμα (apóvrasman (plural αποβράσματα)

  1. (literal and figurative) scum

Declension

[edit]
Declension of απόβρασμα
singular plural
nominative απόβρασμα (apóvrasma) αποβράσματα (apovrásmata)
genitive αποβράσματος (apovrásmatos) αποβρασμάτων (apovrasmáton)
accusative απόβρασμα (apóvrasma) αποβράσματα (apovrásmata)
vocative απόβρασμα (apóvrasma) αποβράσματα (apovrásmata)