απόβλητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]απόβλητος • (apóvlitos) m (feminine απόβλητη, neuter απόβλητο)
Declension
[edit]Declension of απόβλητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απόβλητος • | απόβλητη • | απόβλητο • | απόβλητοι • | απόβλητες • | απόβλητα • |
genitive | απόβλητου • | απόβλητης • | απόβλητου • | απόβλητων • | απόβλητων • | απόβλητων • |
accusative | απόβλητο • | απόβλητη • | απόβλητο • | απόβλητους • | απόβλητες • | απόβλητα • |
vocative | απόβλητε • | απόβλητη • | απόβλητο • | απόβλητοι • | απόβλητες • | απόβλητα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απόβλητος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απόβλητος, etc.) |
Related terms
[edit]- απόβλητα f (apóvlita, “waste, sewage”)