απόβλητος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]απόβλητος • (apóvlitos) m (feminine απόβλητη, neuter απόβλητο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απόβλητος (apóvlitos) | απόβλητη (apóvliti) | απόβλητο (apóvlito) | απόβλητοι (apóvlitoi) | απόβλητες (apóvlites) | απόβλητα (apóvlita) | |
genitive | απόβλητου (apóvlitou) | απόβλητης (apóvlitis) | απόβλητου (apóvlitou) | απόβλητων (apóvliton) | απόβλητων (apóvliton) | απόβλητων (apóvliton) | |
accusative | απόβλητο (apóvlito) | απόβλητη (apóvliti) | απόβλητο (apóvlito) | απόβλητους (apóvlitous) | απόβλητες (apóvlites) | απόβλητα (apóvlita) | |
vocative | απόβλητε (apóvlite) | απόβλητη (apóvliti) | απόβλητο (apóvlito) | απόβλητοι (apóvlitoi) | απόβλητες (apóvlites) | απόβλητα (apóvlita) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απόβλητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απόβλητος, etc.)
Related terms
[edit]- απόβλητα f (apóvlita, “waste, sewage”)