Jump to content

απυρόβλητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απυρόβλητος (apyróvlitosm (feminine απυρόβλητη, neuter απυρόβλητο)

  1. (military) invulnerable, having cover/protection against enemy fire

Declension

[edit]
Declension of απυρόβλητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απυρόβλητος (apyróvlitos) απυρόβλητη (apyróvliti) απυρόβλητο (apyróvlito) απυρόβλητοι (apyróvlitoi) απυρόβλητες (apyróvlites) απυρόβλητα (apyróvlita)
genitive απυρόβλητου (apyróvlitou) απυρόβλητης (apyróvlitis) απυρόβλητου (apyróvlitou) απυρόβλητων (apyróvliton) απυρόβλητων (apyróvliton) απυρόβλητων (apyróvliton)
accusative απυρόβλητο (apyróvlito) απυρόβλητη (apyróvliti) απυρόβλητο (apyróvlito) απυρόβλητους (apyróvlitous) απυρόβλητες (apyróvlites) απυρόβλητα (apyróvlita)
vocative απυρόβλητε (apyróvlite) απυρόβλητη (apyróvliti) απυρόβλητο (apyróvlito) απυρόβλητοι (apyróvlitoi) απυρόβλητες (apyróvlites) απυρόβλητα (apyróvlita)
[edit]
  • see: πυρ n (pyr, fire)

Further reading

[edit]