απυρόβλητος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]απυρόβλητος • (apyróvlitos) m (feminine απυρόβλητη, neuter απυρόβλητο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απυρόβλητος (apyróvlitos) | απυρόβλητη (apyróvliti) | απυρόβλητο (apyróvlito) | απυρόβλητοι (apyróvlitoi) | απυρόβλητες (apyróvlites) | απυρόβλητα (apyróvlita) | |
genitive | απυρόβλητου (apyróvlitou) | απυρόβλητης (apyróvlitis) | απυρόβλητου (apyróvlitou) | απυρόβλητων (apyróvliton) | απυρόβλητων (apyróvliton) | απυρόβλητων (apyróvliton) | |
accusative | απυρόβλητο (apyróvlito) | απυρόβλητη (apyróvliti) | απυρόβλητο (apyróvlito) | απυρόβλητους (apyróvlitous) | απυρόβλητες (apyróvlites) | απυρόβλητα (apyróvlita) | |
vocative | απυρόβλητε (apyróvlite) | απυρόβλητη (apyróvliti) | απυρόβλητο (apyróvlito) | απυρόβλητοι (apyróvlitoi) | απυρόβλητες (apyróvlites) | απυρόβλητα (apyróvlita) |
Related terms
[edit]- see: πυρ n (pyr, “fire”)
Further reading
[edit]- απυρόβλητος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language