απτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἁπτικός (haptikós)
Adjective
[edit]απτικός • (aptikós) m (feminine απτική, neuter απτικό)
Declension
[edit]Declension of απτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απτικός • | απτική • | απτικό • | απτικοί • | απτικές • | απτικά • |
genitive | απτικού • | απτικής • | απτικού • | απτικών • | απτικών • | απτικών • |
accusative | απτικό • | απτική • | απτικό • | απτικούς • | απτικές • | απτικά • |
vocative | απτικέ • | απτική • | απτικό • | απτικοί • | απτικές • | απτικά • |
Further reading
[edit]- απτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language