Jump to content

απτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἁπτικός (haptikós)

Adjective

[edit]

απτικός (aptikósm (feminine απτική, neuter απτικό)

  1. tactile, tactual, haptic

Declension

[edit]
Declension of απτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απτικός (aptikós) απτική (aptikí) απτικό (aptikó) απτικοί (aptikoí) απτικές (aptikés) απτικά (aptiká)
genitive απτικού (aptikoú) απτικής (aptikís) απτικού (aptikoú) απτικών (aptikón) απτικών (aptikón) απτικών (aptikón)
accusative απτικό (aptikó) απτική (aptikí) απτικό (aptikó) απτικούς (aptikoús) απτικές (aptikés) απτικά (aptiká)
vocative απτικέ (aptiké) απτική (aptikí) απτικό (aptikó) απτικοί (aptikoí) απτικές (aptikés) απτικά (aptiká)

Further reading

[edit]