Jump to content

απρόσκοπτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απρόσκοπτος (apróskoptosm (feminine απρόσκοπτη, neuter απρόσκοπτο)

  1. unhindered, unobstructed

Declension

[edit]
Declension of απρόσκοπτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απρόσκοπτος (apróskoptos) απρόσκοπτη (apróskopti) απρόσκοπτο (apróskopto) απρόσκοπτοι (apróskoptoi) απρόσκοπτες (apróskoptes) απρόσκοπτα (apróskopta)
genitive απρόσκοπτου (apróskoptou) απρόσκοπτης (apróskoptis) απρόσκοπτου (apróskoptou) απρόσκοπτων (apróskopton) απρόσκοπτων (apróskopton) απρόσκοπτων (apróskopton)
accusative απρόσκοπτο (apróskopto) απρόσκοπτη (apróskopti) απρόσκοπτο (apróskopto) απρόσκοπτους (apróskoptous) απρόσκοπτες (apróskoptes) απρόσκοπτα (apróskopta)
vocative απρόσκοπτε (apróskopte) απρόσκοπτη (apróskopti) απρόσκοπτο (apróskopto) απρόσκοπτοι (apróskoptoi) απρόσκοπτες (apróskoptes) απρόσκοπτα (apróskopta)
[edit]

Further reading

[edit]