Jump to content

απρόσεκτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

απρόσεκτος (aprósektosm (feminine απρόσεκτη, neuter απρόσεκτο)

  1. heedless, careless, inattentive
  2. reckless

Declension

[edit]
Declension of απρόσεκτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απρόσεκτος (aprósektos) απρόσεκτη (aprósekti) απρόσεκτο (aprósekto) απρόσεκτοι (aprósektoi) απρόσεκτες (aprósektes) απρόσεκτα (aprósekta)
genitive απρόσεκτου (aprósektou) απρόσεκτης (aprósektis) απρόσεκτου (aprósektou) απρόσεκτων (aprósekton) απρόσεκτων (aprósekton) απρόσεκτων (aprósekton)
accusative απρόσεκτο (aprósekto) απρόσεκτη (aprósekti) απρόσεκτο (aprósekto) απρόσεκτους (aprósektous) απρόσεκτες (aprósektes) απρόσεκτα (aprósekta)
vocative απρόσεκτε (aprósekte) απρόσεκτη (aprósekti) απρόσεκτο (aprósekto) απρόσεκτοι (aprósektoi) απρόσεκτες (aprósektes) απρόσεκτα (aprósekta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απρόσεκτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απρόσεκτος, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]