Jump to content

απροφάσιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀπροφάσιστος (aprophásistos).

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

απροφάσιστος (aprofásistosm (feminine απροφάσιστη, neuter απροφάσιστο)

  1. direct, forthright

Declension

[edit]
Declension of απροφάσιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απροφάσιστος (aprofásistos) απροφάσιστη (aprofásisti) απροφάσιστο (aprofásisto) απροφάσιστοι (aprofásistoi) απροφάσιστες (aprofásistes) απροφάσιστα (aprofásista)
genitive απροφάσιστου (aprofásistou) απροφάσιστης (aprofásistis) απροφάσιστου (aprofásistou) απροφάσιστων (aprofásiston) απροφάσιστων (aprofásiston) απροφάσιστων (aprofásiston)
accusative απροφάσιστο (aprofásisto) απροφάσιστη (aprofásisti) απροφάσιστο (aprofásisto) απροφάσιστους (aprofásistous) απροφάσιστες (aprofásistes) απροφάσιστα (aprofásista)
vocative απροφάσιστε (aprofásiste) απροφάσιστη (aprofásisti) απροφάσιστο (aprofásisto) απροφάσιστοι (aprofásistoi) απροφάσιστες (aprofásistes) απροφάσιστα (aprofásista)

Further reading

[edit]