απροσκάλεστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]απροσκάλεστος • (aproskálestos) m (feminine απροσκάλεστη, neuter απροσκάλεστο)
- Alternative form of απρόσκλητος (aprósklitos)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απροσκάλεστος (aproskálestos) | απροσκάλεστη (aproskálesti) | απροσκάλεστο (aproskálesto) | απροσκάλεστοι (aproskálestoi) | απροσκάλεστες (aproskálestes) | απροσκάλεστα (aproskálesta) | |
genitive | απροσκάλεστου (aproskálestou) | απροσκάλεστης (aproskálestis) | απροσκάλεστου (aproskálestou) | απροσκάλεστων (aproskáleston) | απροσκάλεστων (aproskáleston) | απροσκάλεστων (aproskáleston) | |
accusative | απροσκάλεστο (aproskálesto) | απροσκάλεστη (aproskálesti) | απροσκάλεστο (aproskálesto) | απροσκάλεστους (aproskálestous) | απροσκάλεστες (aproskálestes) | απροσκάλεστα (aproskálesta) | |
vocative | απροσκάλεστε (aproskáleste) | απροσκάλεστη (aproskálesti) | απροσκάλεστο (aproskálesto) | απροσκάλεστοι (aproskálestoi) | απροσκάλεστες (aproskálestes) | απροσκάλεστα (aproskálesta) |
Further reading
[edit]- απροσκάλεστος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language