απροσκάλεστος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απροσκάλεστος (aproskálestosm (feminine απροσκάλεστη, neuter απροσκάλεστο)

  1. Alternative form of απρόσκλητος (aprósklitos)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απροσκάλεστος (aproskálestos) απροσκάλεστη (aproskálesti) απροσκάλεστο (aproskálesto) απροσκάλεστοι (aproskálestoi) απροσκάλεστες (aproskálestes) απροσκάλεστα (aproskálesta)
genitive απροσκάλεστου (aproskálestou) απροσκάλεστης (aproskálestis) απροσκάλεστου (aproskálestou) απροσκάλεστων (aproskáleston) απροσκάλεστων (aproskáleston) απροσκάλεστων (aproskáleston)
accusative απροσκάλεστο (aproskálesto) απροσκάλεστη (aproskálesti) απροσκάλεστο (aproskálesto) απροσκάλεστους (aproskálestous) απροσκάλεστες (aproskálestes) απροσκάλεστα (aproskálesta)
vocative απροσκάλεστε (aproskáleste) απροσκάλεστη (aproskálesti) απροσκάλεστο (aproskálesto) απροσκάλεστοι (aproskálestoi) απροσκάλεστες (aproskálestes) απροσκάλεστα (aproskálesta)

Further reading

[edit]