Jump to content

απροσηλύτιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απροσηλύτιστος (aprosilýtistosm (feminine απροσηλύτιστη, neuter απροσηλύτιστο)

  1. (religion) unconverted, unproselytised (UK), unproselytized (US)
    Antonym: προσηλυτισμένος (prosilytisménos)

Declension

[edit]
Declension of απροσηλύτιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απροσηλύτιστος (aprosilýtistos) απροσηλύτιστη (aprosilýtisti) απροσηλύτιστο (aprosilýtisto) απροσηλύτιστοι (aprosilýtistoi) απροσηλύτιστες (aprosilýtistes) απροσηλύτιστα (aprosilýtista)
genitive απροσηλύτιστου (aprosilýtistou) απροσηλύτιστης (aprosilýtistis) απροσηλύτιστου (aprosilýtistou) απροσηλύτιστων (aprosilýtiston) απροσηλύτιστων (aprosilýtiston) απροσηλύτιστων (aprosilýtiston)
accusative απροσηλύτιστο (aprosilýtisto) απροσηλύτιστη (aprosilýtisti) απροσηλύτιστο (aprosilýtisto) απροσηλύτιστους (aprosilýtistous) απροσηλύτιστες (aprosilýtistes) απροσηλύτιστα (aprosilýtista)
vocative απροσηλύτιστε (aprosilýtiste) απροσηλύτιστη (aprosilýtisti) απροσηλύτιστο (aprosilýtisto) απροσηλύτιστοι (aprosilýtistoi) απροσηλύτιστες (aprosilýtistes) απροσηλύτιστα (aprosilýtista)
[edit]

Further reading

[edit]