Jump to content

απροσγείωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απροσγείωτος (aprosgeíotosm (feminine απροσγείωτη, neuter απροσγείωτο)

  1. (aeronautics) in the air, not grounded
  2. (figurative) head in the clouds, impractical

Declension

[edit]
Declension of απροσγείωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απροσγείωτος (aprosgeíotos) απροσγείωτη (aprosgeíoti) απροσγείωτο (aprosgeíoto) απροσγείωτοι (aprosgeíotoi) απροσγείωτες (aprosgeíotes) απροσγείωτα (aprosgeíota)
genitive απροσγείωτου (aprosgeíotou) απροσγείωτης (aprosgeíotis) απροσγείωτου (aprosgeíotou) απροσγείωτων (aprosgeíoton) απροσγείωτων (aprosgeíoton) απροσγείωτων (aprosgeíoton)
accusative απροσγείωτο (aprosgeíoto) απροσγείωτη (aprosgeíoti) απροσγείωτο (aprosgeíoto) απροσγείωτους (aprosgeíotous) απροσγείωτες (aprosgeíotes) απροσγείωτα (aprosgeíota)
vocative απροσγείωτε (aprosgeíote) απροσγείωτη (aprosgeíoti) απροσγείωτο (aprosgeíoto) απροσγείωτοι (aprosgeíotoi) απροσγείωτες (aprosgeíotes) απροσγείωτα (aprosgeíota)

Further reading

[edit]