Jump to content

απριλιανός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απριλιανός (aprilianósm (feminine απριλιανή, neuter απριλιανό)

  1. April (relating to that month)
    Synonyms: απριλιάτικος (apriliátikos), απριλινός (aprilinós)
  2. relating to the Greek junta (1967)
    Οι απριλιανοί δικτάτορεςOi aprilianoí diktátoresThe April dictators
    1. (nominalised) a member of that coup

Declension

[edit]
Declension of απριλιανός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απριλιανός (aprilianós) απριλιανή (aprilianí) απριλιανό (aprilianó) απριλιανοί (aprilianoí) απριλιανές (aprilianés) απριλιανά (aprilianá)
genitive απριλιανού (aprilianoú) απριλιανής (aprilianís) απριλιανού (aprilianoú) απριλιανών (aprilianón) απριλιανών (aprilianón) απριλιανών (aprilianón)
accusative απριλιανό (aprilianó) απριλιανή (aprilianí) απριλιανό (aprilianó) απριλιανούς (aprilianoús) απριλιανές (aprilianés) απριλιανά (aprilianá)
vocative απριλιανέ (apriliané) απριλιανή (aprilianí) απριλιανό (aprilianó) απριλιανοί (aprilianoí) απριλιανές (aprilianés) απριλιανά (aprilianá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απριλιανός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απριλιανός, etc.)

Further reading

[edit]