Jump to content

απραγματοποίητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απραγματοποίητος (apragmatopoíitosm (feminine απραγματοποίητη, neuter απραγματοποίητο)

  1. unrealised, unaccomplished
    Antonym: πραγματοποιήσιμος (pragmatopoiísimos)
  2. unrealisable, unaccomplishable

Declension

[edit]
Declension of απραγματοποίητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απραγματοποίητος (apragmatopoíitos) απραγματοποίητη (apragmatopoíiti) απραγματοποίητο (apragmatopoíito) απραγματοποίητοι (apragmatopoíitoi) απραγματοποίητες (apragmatopoíites) απραγματοποίητα (apragmatopoíita)
genitive απραγματοποίητου (apragmatopoíitou) απραγματοποίητης (apragmatopoíitis) απραγματοποίητου (apragmatopoíitou) απραγματοποίητων (apragmatopoíiton) απραγματοποίητων (apragmatopoíiton) απραγματοποίητων (apragmatopoíiton)
accusative απραγματοποίητο (apragmatopoíito) απραγματοποίητη (apragmatopoíiti) απραγματοποίητο (apragmatopoíito) απραγματοποίητους (apragmatopoíitous) απραγματοποίητες (apragmatopoíites) απραγματοποίητα (apragmatopoíita)
vocative απραγματοποίητε (apragmatopoíite) απραγματοποίητη (apragmatopoíiti) απραγματοποίητο (apragmatopoíito) απραγματοποίητοι (apragmatopoíitoi) απραγματοποίητες (apragmatopoíites) απραγματοποίητα (apragmatopoíita)

Further reading

[edit]