Jump to content

αποψιλωτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποψιλωτικός (apopsilotikósm (feminine αποψιλωτική, neuter αποψιλωτικό)

  1. relating to:
    1. deforestation
    2. depilation

Declension

[edit]
Declension of αποψιλωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποψιλωτικός (apopsilotikós) αποψιλωτική (apopsilotikí) αποψιλωτικό (apopsilotikó) αποψιλωτικοί (apopsilotikoí) αποψιλωτικές (apopsilotikés) αποψιλωτικά (apopsilotiká)
genitive αποψιλωτικού (apopsilotikoú) αποψιλωτικής (apopsilotikís) αποψιλωτικού (apopsilotikoú) αποψιλωτικών (apopsilotikón) αποψιλωτικών (apopsilotikón) αποψιλωτικών (apopsilotikón)
accusative αποψιλωτικό (apopsilotikó) αποψιλωτική (apopsilotikí) αποψιλωτικό (apopsilotikó) αποψιλωτικούς (apopsilotikoús) αποψιλωτικές (apopsilotikés) αποψιλωτικά (apopsilotiká)
vocative αποψιλωτικέ (apopsilotiké) αποψιλωτική (apopsilotikí) αποψιλωτικό (apopsilotikó) αποψιλωτικοί (apopsilotikoí) αποψιλωτικές (apopsilotikés) αποψιλωτικά (apopsilotiká)
[edit]