αποχρωματίστηκα
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποχρωματίστηκα • (apochromatístika)
- first-person singular simple past passive of αποχρωματίζομαι (apochromatízomai), the passive of αποχρωματίζω (apochromatízo)
αποχρωματίστηκα • (apochromatístika)