Jump to content

αποχρεμπτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποχρεμπτικός (apochremptikósm (feminine αποχρεμπτική, neuter αποχρεμπτικό)

  1. (medicine) expectorative
  2. (nominalised, neuter form) expectorant

Declension

[edit]
Declension of αποχρεμπτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποχρεμπτικός (apochremptikós) αποχρεμπτική (apochremptikí) αποχρεμπτικό (apochremptikó) αποχρεμπτικοί (apochremptikoí) αποχρεμπτικές (apochremptikés) αποχρεμπτικά (apochremptiká)
genitive αποχρεμπτικού (apochremptikoú) αποχρεμπτικής (apochremptikís) αποχρεμπτικού (apochremptikoú) αποχρεμπτικών (apochremptikón) αποχρεμπτικών (apochremptikón) αποχρεμπτικών (apochremptikón)
accusative αποχρεμπτικό (apochremptikó) αποχρεμπτική (apochremptikí) αποχρεμπτικό (apochremptikó) αποχρεμπτικούς (apochremptikoús) αποχρεμπτικές (apochremptikés) αποχρεμπτικά (apochremptiká)
vocative αποχρεμπτικέ (apochremptiké) αποχρεμπτική (apochremptikí) αποχρεμπτικό (apochremptikó) αποχρεμπτικοί (apochremptikoí) αποχρεμπτικές (apochremptikés) αποχρεμπτικά (apochremptiká)
[edit]

Further reading

[edit]